- φοινικιστής
- φοινῑκιστής , φοινικιστήςdyer of purplemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοινικιστής — (I) ὁ, ΜΑ αυτός που βάφει διάφορα αντικείμενα με πορφυρό χρώμα αρχ. (στους Πέρσες) αυτός που φορούσε πορφυρή εσθήτα, γεγονός που δήλωνε ότι ανήκε στην ανώτατη τάξη, ότι κατείχε υψηλά αξιώματα, σατράπης, ηγεμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οινικός … Dictionary of Greek
φοινικιστήν — φοινῑκιστήν , φοινικιστής dyer of purple masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)